- προκάτοχος, -ος
- προκάτοχος, -ος και -η, -ο1. ο προηγούμενος κάτοχος: Ο προκάτοχος της επιχείρησης.2. προηγούμενος: Η προκάτοχη κυβέρνηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προκάτοχος — ο, θηλ. και προκάτοχη, Ν [προκατέχω] 1. ο προηγούμενος κάτοχος («ο προκάτοχος τού αυτοκινήτου ήταν πολύ απρόσεκτος») 2. το αρσ. ως ουσ. ο προκάτοχος (κυρίως για θέση ή αξίωμα) αυτός που κατείχε προηγουμένως μια θέση («οι προκάτοχοί του στο… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
ουρβανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Άγκυρα επί Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. 2. Για να αποφύγει τον διωγμό των Αρειανών, πήγε στη Νικομήδεια και ζήτησε την προστασία του… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
Αδριανός — I (Publius Aelius Hadrianus, Ιτάλικα, Ισπανία 76 – Ρώμη 138 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (117 38 μ.Χ.). Γεννήθηκε από Ρωμαίους γονείς, αλλά έμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία. Τον πήρε τότε υπό την κηδεμονία του ο αυτοκράτορας Τραϊανός, τον οποίο… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Δίδιος, Ιουλιανός — (Marcus Didius Salvius Julianus, 133 – 193 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (193). Έγινε αυτοκράτορας εξαγοράζοντας τον θρόνο σε δημοπρασία, και τον κράτησε επί 60 ημέρες (κατά άλλους επί 7 μήνες). Έπειτα από λίγους μήνες δολοφονήθηκε, όπως και ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Καιλεστίνος — (Celestine).Όνομα πέντε παπών και ενός αντίπαπα της Ρώμης. 1. Κ. A’ (; – 432). Πάπας της Ρώμης (422 432). Καταγόταν από τη Νάπολη και διαδέχθηκε τον Βονιφάτιο A’. Στα χρόνια της παπικής εξουσίας του προσαρτήθηκαν στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία οι… … Dictionary of Greek